-
1 συνεδρίαση
[-ις (-εως)] η заседание;κλειστή ( — или μυστική) συνεδρίαση — закрытое заседание;
κοινή συνεδρίαση — совместное заседание
1 συνεδρίαση
κλειστή ( — или μυστική) συνεδρίαση — закрытое заседание;
κοινή συνεδρίαση — совместное заседание